- μεσοπόρφυρος
- μεσοπόρφυρος, -ον (Α)1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυραενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + πορφυρός (πρβλ. ακρο-πόρφυρος, θαλασσο-πόρφυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.