μεσοπόρφυρος

μεσοπόρφυρος
μεσοπόρφυρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυρα
ενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + πορφυρός (πρβλ. ακρο-πόρφυρος, θαλασσο-πόρφυρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσοπόρφυρος — mixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπόρφυρον — μεσοπόρφυρος mixed masc/fem acc sg μεσοπόρφυρος mixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπορφύρου — μεσοπόρφυρος mixed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπόρφυρα — μεσοπόρφυρος mixed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻՋՆԱԾԻՐԱՆԻ — (նւոյ.) NBH 2 0279 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. μεσοπόρφυρος vestis clavis purpureis, purpura intertextus. Զգեստ որոյ թելքն խառն են ʼի ծիրանւոյ, կամ ʼի մէջն կայ գոյն ծիրանւոյ. *Զեզրածիրանին, եւ զմիջնածիրանին (կամ զմիջածիրանին). Ես …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”